Λινδίας

Λινδίας
Λινδίᾱς , Λίνδιος
from Lindos
fem acc pl
Λινδίᾱς , Λίνδιος
from Lindos
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λίνδος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 810 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στην ανατολική ακτή του νησιού, 56 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Αποτελεί έδρα του δήμου Λινδίων του νομού Δωδεκανήσου. Ιστορία. Ο σημερινός οικισμός βρίσκεται στη θέση της ομώνυμης… …   Dictionary of Greek

  • βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”